φασματοσκόπιο

φασματοσκόπιο
Όργανο για τη μελέτη των φασμάτων που παράγονται από φωτεινές πηγές. Εάν το φάσμα, αντί να παρατηρείται κατευθείαν, αποτυπώνεται, συνήθως σε φωτογραφική πλάκα, το όργανο καλείται φασματογράφος. Το πεδίο χρήσης του φασματογράφου περιλαμβάνει ακτινοβολίες από την περιοχή του υπερύθρου με τα κβάντα γ, έως την περιοχή του υπεριώδους και τις ακτίνες X. φ. πρίσματος. Το όργανο εκμεταλλεύεται το γεγονός ότι οι ακτινοβολίες διαφορετικού μήκους κύματος έχουν διαφορετικό δείκτη διάθλασης και επομένως παρουσιάζουν διαφορετική απόκλιση με τη διέλευσή τους από ένα διαθλαστικό μέσο. Τα κύρια μέρη ενός φ., κατά τη σειρά με την οποία διασχίζονται από την υπό ανάλυση ακτινοβολία της ορισμένης πηγής (η οποία μπορεί να είναι ενσωματωμένη και να αποτελεί μέρος του οργάνου), είναι τα ακόλουθα: μια σχισμή με ρυθμιζόμενο πλάτος που περιορίζει τη δέσμη ακτινών καθώς εισέρχεται στο όργανο, ένας φακός (ή σύστημα φακών) που μετατρέπει σε παράλληλες τις ακτίνες όταν περάσουν από τη σχισμή, ένα πρίσμα, ένα τηλεσκόπιο παρατήρησης, εφοδιασμένο πιθανόν με μικρόμετρο για τη μέτρηση του μήκους κύματος των γραμμών (στην περίπτωση αυτή πρόκειται μάλλον για φασματόμετρο). Στους φασματογράφους στη θέση του τηλεσκοπίου παρατήρησης υπάρχει ένας φωτογραφικός θάλαμος ή κατάλληλα όργανα εμφάνισης, τα λεγόμενα ντιτέκτορς (φωτοηλεκτρικά, φωτοηλεκτρονικά, θερμοηλεκτρονικά, ιονισμού κλπ.). Τα πρίσματα και τα οπτικά μέρη κατασκευάζονται από γυαλί μόνο για το ορατό φάσμα και την αρχική ζώνη του υπερύθρου και του υπεριώδους· το υλικό αυτό, πραγματικά, είναι αδιαφανές για τις άλλες περιοχές του υπερύθρου και του υπεριώδους. Για το υπεριώδες χρησιμοποιείται χαλαζίας ή, καλύτερα, φθορίτης και για το υπέροθρο ορυκτό άλας ή ιωδιούχο κάλιο· πάντως είναι, σε γενικές γραμμές, προτιμητέα τα όργανα με πλέγμα. φ. με διαθλαστικό πλέγμα. Στα φ. αυτά, το όργανο διασποράς, αντί για πρίσμα, είναι ένα διαθλαστικό πλέγμα. Και σε αυτό εκμεταλλευόμαστε τη διαφορετική απόκλιση των ακτινοβολιών διαφορετικού μήκους κύματος εξαιτίας της διάθλασης. Η αρχή λειτουργίας είναι η ακόλουθη: ως πλέγμα χρησιμοποιείται ένα κοίλο σφαιρικό κάτοπτρο μικρού ανοίγματος με πυκνές χαρακώσεις (μέχρι 50.000 γραμμές ανά cm). H σχισμή τοποθετείται στην περιφέρεια που έχει διάμετρο ίση με την ακτίνα καμπυλότητας του κατόπτρου. Εξαιτίας της σταθερότητας των γωνιών που είναι εγγεγραμμένες στο ίδιο τόξο περιφέρειας, τα είδωλα του φάσματος σχηματίζονται πάνω σε σημεία της περιφέρειας και, με κατάλληλη μετακίνηση της σχισμής, είναι δυνατόν να σχηματιστεί το είδωλο του φάσματος σε ένα τόξο αντίθετο του αρχικού. Για να αυξηθεί η διαχωριστική ισχύς, μερικά όργανα εφοδιάζονται με ένα σύστημα που εξουδετερώνει τις παρασιτικές ακτινοβολίες διάθλασης. Τα γνωστότερα αντιπαρασιτικά συστήματα είναι του Μίκελσον, που αποτελείται από μια πυραμίδα κρυσταλλικών πλακιδίων μειωμένων διαστάσεων, και των Λούμερ-Γκέρκε, που αποτελείται από μια σειρά πρισμάτων συγκολλημένων μεταξύ τους. Τα φ. πλέγματος χρησιμοποιούνται για όλα τα μήκη κύματος, από την ακραία υπεριώδη περιοχή έως και την ακραία υπέρυθρο.
* * *
το, Ν
(φυσ.-τεχνολ.) όργανο, συχνά φορητό, με το οποίο μπορεί να παρατηρηθεί το φάσμα μιας οπτικής ακτινοβολίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. spectroscope < λατ. spectrum «φάσμα» + -scope < -σκόπιο*). Η λ., στον λόγιο τ. φασματοσκόπιον, μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φασματοσκόπιο — το ειδικό όργανο της φυσικής για την ανάλυση του φωτός και την εξέταση του φάσματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… …   Dictionary of Greek

  • Λεν, Ζαν Μαρί — (Jean Marie Lehn, Αλσατία 1939 –). Γάλλος χημικός και πανεπιστημιακός. Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο του Στρασβούργου και το 1963 ονομάστηκε διδάκτορας, έχοντας ήδη εργαστεί στο Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών (CNRS) της Γαλλίας. Με τις… …   Dictionary of Greek

  • -σκόπιο — β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων, κυρίως τής Νέας Ελληνικής (ελάχιστα είναι τα ουσ. αυτά στην Αρχαία), τα οποία προέρχονταν αρχικά από τα αντίστοιχα ον. σε σκοπος*. Στη συνέχεια, όμως, το β συνθετικό σκόπιο ανεξαρτητοποιήθηκε και χρησιμοποιήθηκε με …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… …   Dictionary of Greek

  • απορρόφηση — Στη χημεία, είναι το φαινόμενο κατά το οποίο μια αέρια ουσία περνά μέσα από ένα στερεό ή υγρό σώμα, ή μια υγρή ουσία μέσα από ένα στερεό σώμα. H διείσδυση ενός αερίου σε ένα υγρό υπακούει σε έναν νόμο που διατύπωσε το 1803 ο Γουίλιαμ Χένρι: «Η… …   Dictionary of Greek

  • μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… …   Dictionary of Greek

  • φάσμα — Εικόνα που επιτυγχάνεται όταν από τις σύνθετες ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες (φωτεινές ακτίνες, υπέρυθρες, υπεριώδεις και ακτίνες X) διαχωρίζονται οι ακτινοβολίες διαφορετικού μήκους κύματος. Τούτο είναι δυνατόν αν εκμεταλλευτεί είτε το… …   Dictionary of Greek

  • φασματογράφος — Με τον όρο αυτό είναι γνωστά δύο διαφορετικά όργανα: α) το φασματοσκόπιο, το εφοδιασμένο με συστήματα καταγραφής και ανάλυσης των φασμάτων, και β) ο φ. μάζας, που διαχωρίζει μεταξύ τους ιόντα ή μόρια που έχουν διαφορετική σχέση μεταξύ μάζας και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”